- τίτλος
- ο, ΝΜΑ, και τίτυλος Μ, και τίτουλας ΜΑ, και τίτλος, ἡ, Ανεοελλ.-μσν.λέξη ή σύντομο κείμενο που δηλώνει το περιεχόμενο ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, επικεφαλίδανεοελλ.1. ονομασία επιχείρησης, ιδρύματος, οργάνωσης, οργανισμού, εταιρείας2. χαρακτηρισμός, τιμητική διάκριση που αποκτά κανείς ύστερα από σπουδές ή μετά από μεγάλη επίδοση σε έναν τομέα δραστηριότητας (α. «ακαδημαϊκός τίτλος» β. «κατέκτησε τον τίτλο τού πρωταθλητή»)3. αξίωμα, βαθμός, οφίκιο, τιμητική προσηγορία (α. «τού απονεμήθηκε ο τίτλος τού διδάκτορος τιμής ένεκεν» β. «έχει τον τίτλο τού επίτιμου προέδρου» γ. «φέρει τον τίτλο τού δούκα»)4. το γραπτό μέρος στην αρχή μιας κινηματογραφικής ταινίας στο οποίο δηλώνονται η ονομασία και οι συντελεστές της5. (νομ.-οικον.) α) έγγραφο που αποτελεί αποδεικτικό μέσο ενός δικαιώματος (α. «τίτλος ιδιοκτησίας» β. «είχε πλαστούς τίτλους»)β) (ειδικά) έγγραφο παραστατικό δικαιώματος συμμετοχής σε εταιρεία ή σε ομολογιακό δάνειο, χρεώγραφο, μετοχή, ομολογία (α. «ονομαστικός τίτλος» β. ανώνυμοι τίτλοι»)6. χημ. αριθμητικό δεδομένο που αντιστοιχεί στη σύσταση ενός διαλύματος7. (μεταλλ.) ο λόγος τού βάρους τού πολύτιμου μετάλλου, που περιέχεται σε ένα κράμα, προς το συνολικό βάρος τού κράματος8. στον πληθ. οι τίτλοιη μετάφραση τών διαλόγων σε ξενόγλωσση κινηματογραφική ταινία9. φρ. α) «τίτλος κυριότητας»(νομ.) νομικό γεγονός που με το σύνολο τών νόμιμων προϋποθέσεών του επιφέρει κτήση κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματοςβ) «νόμιμος τίτλος»(νομ.) τίτλος κυριότητας που, ενώ συγκεντρώνει όλους τους εξωτερικούς όρους και τύπους που απαιτεί ο νόμος για τον τρόπο τής συγκεκριμένης μεταβίβασης τής κυριότητας, εν τούτοις, λόγω κάποιου εσωτερικού ελαττώματος σε έναν ή περισσότερους από τους όρους αυτούς, δεν επέρχεται η σκοπούμενη μεταβίβασηγ) «νομιζόμενος τίτλος»(νομ.) νόμιμος τίτλος κτήσης κυριότητας τον οποίο ο κάτοχός του πιστεύει καλόπιστα ως έγκυρο, ενώ ο τίτλος πάσχει από έλλειψη μιας εξωτερικής προϋπόθεσης από αυτές που απαιτούνται κατά νόμο για την ύπαρξή τουδ) «ανώνυμοι τίτλοι»(νομ.) έγγραφα τα οποία ενσωματώνουν δικαίωμα υπέρ τού εκάστοτε κομιστήε) «τίτλοι ευγενείας»(νομ.) νομικά κατοχυρωμένες ονομασίες, με τις οποίες διακρίνεται το θετικό κοινωνικό καθεστώς ορισμένου φυσικού προσώπου-δικαιούχου τού τίτλου λόγω καταγωγής, αγχιστείας, απονομής ή και ειδικής διαδοχής («φέρει τον τίτλο τού κόμη»)στ) «πιστωτικοί τίτλοι»(νομ.) αξιόγραφα στα οποία, εκτός από την ενσωμάτωση τού δικαιώματος, ισχύουν ορισμένες ειδικότερες αρχές, όπως είναι η αρχή τής γραμματοπαγείας και η αρχή τής αυτονομίαςζ) «χρηματιστηριακός τίτλος» — τα διάφορα χρεώγραφα τα οποία είναι διαπραγματεύσιμα στο χρηματιστήριομσν.σημείωμα, γράμμαμσν.-αρχ.1. επιγραφή, πινακίδα («ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾱτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῡ σταυροῡ», ΚΔ)2. κεφάλαιο βιβλίουαρχ.1. στήλη, λίθινο ανάθημα που φέρει επιγραφή («ἀνεστήσαμεν τὴν τίτλον ταύτην», επιγρ.)2. στίγμα τού σώματος3. (κατά τον Ησύχ.) «πτυχίον ἐπίγραμμα ἔχον».[ΕΤΥΜΟΛ. λατ. titulus «επίγραμμα, επιγραφή»].
Dictionary of Greek. 2013.